Στις 4 Ιανουαρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε ότι ενώ διαθεσιμότητα τροφίμων δεν διακυβεύεται σήμερα στην Ευρώπη, οι τάσεις και ο συνδυασμός παραγόντων όπως η κλιματική αλλαγή, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, οι οικονομικές συνέπειες του Covid-19 και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δείχνουν ότι η διαθεσιμότητα, η πρόσβαση (προσιτή τιμή), η χρήση και η σταθερότητα δεν μπορούν να θεωρηθούν δεδομένες βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Σύμφωνα με την ανάλυση της Επιτροπής για τους παράγοντες της επισιτιστικής ασφάλειας, ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες μπορεί να γίνουν κίνδυνοι για την επισιτιστική ασφάλεια και να δείξουν τα τρωτά σημεία του συστήματος τροφίμων μας, εάν δεν αντιμετωπιστούν σωστά. «Η πραγματική πρόκληση για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής είναι να ανοίξουν το δρόμο για μια μετάβαση σε ένα βιώσιμο και ανθεκτικό σύστημα τροφίμων που ανταποκρίνεται και συμβιβάζει τις χρονικές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ανάγκες ταυτόχρονα», λέει η Επιτροπή, προσθέτοντας ότι απαιτείται συστημική προσέγγιση.
Η σουηδική Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ σχεδιάζει να παρουσιάσει έκθεση προόδου για το ευαίσθητο θέμα της βιώσιμης χρήσης φυτοφαρμάκων στη σύνοδο του Συμβουλίου της ΕΕ στις 26-27 Ιουνίου, σύμφωνα με το προσωρινό πρόγραμμα των συνεδριάσεων για το πρώτο εξάμηνο του 2023. Η σουηδική Προεδρία σχεδιάζει επίσης να διεξαγάγει πολιτική συζήτηση σχετικά με τις νέες τεχνικές επεξεργασίας γονιδιώματος κατά την τελευταία σύνοδο του Συμβουλίου της ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2023. Τέλος, για τον τομέα της αλιείας, θα διεξαχθούν σημαντικές συζητήσεις, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑλΠ).
Ο Επίτροπος Γεωργίας της ΕΕ Janusz Wojciechowski ανακοίνωσε στους ευρωβουλευτές στις 9 Ιανουαρίου ότι θα προτείνει αύξηση του προϋπολογισμού για την Κοινή Αγροτική Πολιτική, κατά την ενδιάμεση αναθεώρηση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΠΔΠ) της ΕΕ 2021-2027. Και αυτό γιατί, ο ετήσιος προϋπολογισμός της ΚΑΠ αντιπροσωπεύει μόνο το 10% της αξίας της ετήσιας αγροτικής παραγωγής στην ΕΕ και η μείωση της ποσοστιαίας αξίας των πληρωμών της ΚΑΠ σε σχέση με το συνολικό αγροτικό εισόδημα μπορεί να οδηγήσει σε συγκεκριμένα προβλήματα, όπως για παράδειγμα ορισμένοι βιοκαλλιεργητές στην Ευρώπη να «αρχίζουν να εξετάζουν το ενδεχόμενο επιστροφής στη συμβατική γεωργία».
Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 24% το 2022 σε σύγκριση με το 2021, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις που δημοσιεύθηκαν από την EUROSTAT στις 12 Ιανουαρίου. Τα επίπεδα ήταν σημαντικά υψηλότερα, σε όλες σχεδόν τις κύριες κατηγορίες προϊόντων καθώς και για τις βασικές γεωργικές εισροές, ανέφεραν. Η μεγαλύτερη άνοδος σημειώθηκε στα δημητριακά, με άνοδο 45%, στα αυγά (+43%) και στο γάλα (+31%). Από την πλευρά των εισροών, σημειώθηκε αύξηση 30% και οι σημαντικές αυξήσεις αφορούσαν στα λιπάσματα και τα εδαφοβελτιωτικά, (87%) και στη ενέργεια (59%). Σχολιάζοντας τα στοιχεία, η EUROSTAT εντόπισε τρεις γενικούς παράγοντες, πίσω από τις αυξήσεις, την αναστάτωση στις παγκόσμιες γεωργικές αγορές που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αφού οι δύο χώρες υπήρξαν σημαντικοί εξαγωγείς δημητριακών και ελαιούχων σπόρων, καθώς και λιπασμάτων. Επίσης, η εκτεταμένη ξηρασία, η οποία αναμένεται να έχει μειωμένες αποδόσεις στις καλλιέργειες, συμπεριλαμβανομένων των καλλιεργειών που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή και τέλος η αύξηση του κόστος της ενέργειας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε, στις 13 Ιανουαρίου, Έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των μελισσοκομικών προγραμμάτων που δείχνει ότι «η συμπερίληψη της στήριξης της μελισσοκομίας στα στρατηγικά σχέδια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), ως υποχρεωτικής συνιστώσας για όλα τα κράτη μέλη, υπογραμμίζει περαιτέρω τη σημασία του τομέα». Η Έκθεση αναγνωρίζει τη συμβολή της μελισσοκομίας στους ειδικούς στόχους της ΚΑΠ, ιδίως όσον αφορά τη βελτίωση της βιοποικιλότητας και τη διατήρηση των οικοτόπων, καθώς και την πολύτιμη υποστήριξη που παρέχουν αυτά τα προγράμματα για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων προκλήσεων στη μελισσοκομία, οι οποίες επιδεινώνονται από την κλιματική αλλαγή.
Στις 30 Ιανουαρίου, οι υπουργοί Γεωργίας της ΕΕ θα συζητήσουν το ευαίσθητο θέμα της προτεινόμενης οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές. Οι υπουργοί επέκριναν στο παρελθόν τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του κειμένου και τη μείωση του ορίου στις 150 κτηνοτροφικές μονάδες (LSU). Οι εμπειρογνώμονες της Ειδικής Επιτροπής Γεωργίας (SCA) συζήτησαν αυτήν την πρόταση στις 16 Ιανουαρίου. Ο εισηγητής της Επιτροπής Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρότεινε να αφαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας η εκτροφή βοοειδών, χοίρων και πουλερικών σε μικρή κλίμακα και βιολογική γεωργία και να αυξηθεί το όριο πάνω από το οποίο οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις ρυθμίζονται από την οδηγία σε 300 LSU.
Αύξηση 50% παρουσίασε το ποσοστό της γεωργικής γης στην Ευρωπαϊκή Ένωση που προορίζεται για τη βιολογική γεωργία καταγράφοντας ετήσια αύξηση 5,7%. Το 2020, το 9,1% της γεωργικής έκτασης στην Ε.Ε. καλλιεργούνταν βιολογικά. Κατά μέσο όρο οι βιολογικές εκμεταλλεύσεις είναι μεγαλύτερες από τις συμβατικές και τις διαχειρίζονται νεότεροι ηλικιακά γεωργοί. Οι τέσσερις χώρες με τη μεγαλύτερη έκταση βιολογικής γεωργίας στην Ε.Ε. είναι η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Γερμανία, οι οποίες αντιπροσώπευαν το 52% του συνόλου το 2021 και το 59% το 2020. Το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης για βιολογική γεωργία αφορά τους μόνιμους βοσκότοπους (42), ακολουθούν οι πράσινες χορτονομές (17%), οι εκτάσεις για την καλλιέργεια δημητριακών (16%) και οι μόνιμες καλλιέργειες, όπως οπωροφόρα δένδρα, ελαιόδεντρα και αμπελώνες (11%). Παρά τη σημαντική αύξηση, η βιολογική ζωική παραγωγή εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει ένα μικρό μέρος της συνολικής ζωικής παραγωγής στη Ε.Ε. σε ποσοστό μεταξύ 1% και 7% ανάλογα με τον κλάδο.
Υπουργοί Γεωργίας από 64 χώρες, που συναντήθηκαν στη 15η Υπουργική Διάσκεψη Γεωργίας στο Βερολίνο στις 21 Ιανουαρίου, δεσμεύθηκαν για την προώθηση της βιώσιμης γεωργίας και τον αναπτυξιακό στόχο του ΟΗΕ για τη «μηδενική πείνα». Στην τελική ανακοίνωση της Συνόδου εξέφρασαν την σοβαρή ανησυχία τους για τις αυξημένες και συνεχιζόμενες συγκρούσεις στον κόσμο και τις συνέπειες της πανδημίας, οι οποίες έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην επισιτιστική ασφάλεια και τη διατροφή, με φόντο και τη συνεχιζόμενη κρίση από την κλιματική αλλαγή. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ο Επίτροπος Γεωργίας της Ε.Ε. Janusz Wojciechowski υπογράμμισε ότι οι πολλαπλές κρίσεις που αντιμετωπίζουμε - που σχετίζονται με την οικονομική, οικολογική και κοινωνική βιωσιμότητα της γεωργίας – απαιτούν κοινή και άμεση δράση, ιδίως αφού οι συνέπειες από αυτές τις πολλαπλές κρίσεις είναι πιο αισθητές στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, στα μικρά νησιωτικά αναπτυσσόμενα κράτη, στα κράτη που φιλοξενούν πρόσφυγες και βέβαια σε περιοχές που πλήττονται σοβαρά από την κλιματική κρίση.
Ο Γάλλος υπουργός Γεωργίας και ο Ισπανός ομόλογός του με κοινή τους δήλωση στις 19 Ιανουαρίου, στο τέλος της διμερούς τους συνάντησης στο πλαίσιο της υπογραφής της «Συνθήκης Φιλίας και Συνεργασίας» μεταξύ των δύο χωρών, δεσμεύθηκαν να στηρίξουν τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για τη διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας. Επίσης, κάλεσαν εκ νέου την Επιτροπή να αναπτύξει έναν «συγκεκριμένο οδικό χάρτη για να διασφαλίσει τη διαθεσιμότητα και την προσβασιμότητα των λιπασμάτων» και δεσμεύτηκαν να εργαστούν για την ολοκλήρωση των συζητήσεων για τη νομοθεσία για την αειφόρο χρήση φυτοφαρμάκων, όταν η Ισπανία αναλάβει την εκ περιτροπής Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ τον Ιούλιο του 2023.
Εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη της ΕΕ εξέφρασαν τις ανησυχίες τους στις 23 Ιανουαρίου για την κατάσταση των γεωργικών αγορών και τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία στην επισιτιστική ασφάλεια. Συνολικά, οι αντιπροσωπείες υπενθύμισαν τις δυσκολίες που προκαλούνται από το υψηλό κόστος των εισροών. Ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανέφερε ότι οι τιμές που προσφέρονται στους παραγωγούς είναι πολύ υψηλές και αντισταθμίζουν την αύξηση των τιμών των εισροών, ενώ όσον αφορά στη τιμή και τη διαθεσιμότητα των λιπασμάτων, η κατάσταση έχει βελτιωθεί, σύμφωνα με την Επιτροπή. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης την απότομη αύξηση των τιμών του χοιρείου κρέατος τους τελευταίους μήνες και τη μείωση της παραγωγής σε ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Γερμανία και η Πολωνία.
Comments